• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
open out onto [sth] v expr (lead to wider area)οδηγώ σε κτ ρ αμ + πρόθ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία καθώς ο ελληνικός όρος δεν υποδηλώνει πέρασμα σε μεγαλύτερο χώρο.
 The doors open out onto a beautiful garden.
open out to [sth] v expr (be unfolded)ανοίγω και γίνομαι κτ έκφρ
 The foldaway bed opens out to full size.
open [sth] out vtr + adv (unfold) (κάτι διπλωμένο)ανοίγω ρ μ
  ξεδιπλώνω ρ μ
 Lisa put the map on the table and opened it out.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
in the open,
out in the open
adv
(outdoors)στην ύπαιθρο φρ ως επίρ
 We slept out in the open last night. We didn't even use a tent.
 Κοιμηθήκαμε στην ύπαιθρο χθες το βράδυ. Δεν χρησιμοποιήσαμε καν σκηνή.
out in the open,
in the open
adv
(outdoors)έξω επίρ
  σε ανοιχτό χώρο φρ ως επίρ
 It's great to be out in the open on a warm spring day!
out in the open,
in the open
adj
figurative (knowledge: public)γνωστός επίθ
  που έχει αποκαλυφθεί, που έχει μαθευτεί περίφρ
 The fact that he is gay is now out in the open.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'open out' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση open out στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «open out».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!